- λιβανιστής
- λιβανιστής οтот, кто кадит ладаном
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
λιβανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που λιβανίζει. 2. ταπεινός κόλακας: Κατάντησε λιβανιστής του εκάστοτε υπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβανιστής — ο [λιβανίζω] 1. αυτός που θυμιατίζει, που λιβανίζει 2. μτφ. κόλακας … Dictionary of Greek